ὀφθαλμικῶν

ὀφθαλμικῶν
ὀφθαλμικός
of
fem gen pl
ὀφθαλμικός
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Τουρνέ — (Tournai). Πόλη (67.669 κάτ.) στο Βέλγιο. Πρόκειται για την αρχαία πόλη Τούρνακουμ, της βελγικής επαρχίας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η πόλη κυριεύτηκε το 431 από τους Γάλλους και έγινε πρωτεύουσα των πρώτων μεροβιγκιανών βασιλιάδων. Συστηματικές …   Dictionary of Greek

  • αβρός — (abrus). Γένος φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει θάμνους διακοσμητικούς, ιθαγενείς των θερμών χωρών. Τα φύλλα τους είναι πτεροειδή και τα σπέρματά τους ωοειδή. Πολλαπλασιάζονται εύκολα με σπέρματα και μπορούν να ευδοκιμήσουν στα… …   Dictionary of Greek

  • κολλύριο — Φάρμακο τοπικής χρήσης για τη θεραπεία των ασθενειών των ματιών ή των βλεφάρων. Σήμερα τα ξηρά κ. έχουν καταργηθεί, χρησιμοποιούνται όμως σε μεγάλη έκταση τα υδατικά κ. σε μορφή σταγόνων. Αυτά περιέχουν διαλύματα φαρμακευτικών ουσιών με διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • κυκλώπιος — ία, ο (Α κυκλώπιος, ία, ον, θηλ. και εία και ποιητ. ανώμ. τ. κυκλωπίς, ίδος) [Κύκλωψ] κυκλώπειος νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η κυκλωπία συγγενής τερατογονική παραμόρφωση που χαρακτηρίζεται από συνένωση τών δύο οφθαλμικών κόγχων και την ύπαρξη ενός… …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • μεσοκογχία — η ανθρωπολ. η μέση μορφή, ο μέσος σχηματισμός τών οφθαλμικών κογχών τού κρανίου τού ανθρώπου …   Dictionary of Greek

  • μεσοκόγχιο — το ανθρωπολ. ανθρωπομετρικό σημείο που βρίσκεται μεταξύ τών δύο οφθαλμικών κογχών τού κρανίου …   Dictionary of Greek

  • ορθοπτικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη διόρθωση τών ελαττωμάτων τής διοφθάλμιας όρασης, όπως είναι ο στραβισμός, η ετεροφορία, η ανεπάρκεια σύγκλισης 2. φρ. α) «ορθοπτικές ασκήσεις» θεραπεία για την ορθή επικέντρωση τών οφθαλμικών αξόνων β) «ορθοπτική καμπύλη» …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμιατρείο — το θεραπευτήριο οφθαλμικών παθήσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμίατρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στο περιοδικό Μνημοσύνη] …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμοκινητικός — ή, ό 1. (ανατ. φυσιολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κίνηση τών ματιών 2. φρ. «οφθαλμοκινητικό σύστημα» οι ανατομικοί σχηματισμοί τού οφθαλμού οι οποίοι παρεμβαίνουν στις κινήσεις τών οφθαλμικών βολβών καθώς και στις μεταβολές τής διαμέτρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”